- ρίς
- και ῥίν, ῥινός, ή, ΜΑη μύτη, το όργανο τής όσφρησης και τής αναπνοής (α. «ἀμβροσίην ὑπὸ ῥῑνα ἑκαστῳ θῆκε φέρουσα», Ομ. Οδ.β. «ἀποταμὼν τὴν ῥῑνα», Ηρόδ.γ. «ἕλκεσθαι τῆς ῥινός», Λουκιαν.)αρχ.στον πληθ. αἱ ῥῑνεςτα ρουθούνια (α. «στόμα τε ῥίνας τε», Ομ. Οδ.β. «ἐκ μὲν ῥινῶν μύξαι ῥέον», Ησύχ)2. αυχένας λόφου3. (στον τ. ῥίν) ονομασία επιδέσμου.[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. λ., η οποία απαντά μόνο στην ελληνική και δεν έχει καμιά μορφολογική σχέση με τους τ. που χρησιμοποιούνται γι' αυτό το μέρος τού προσώπου στις άλλες γλώσσες (πρβλ. λατ. nares, γερμ. Nase, αγγλ. nose, γαλλ. nez). Κατά μία άποψη, η λ. ῥίς, ῥινός μπορεί να συνδεθεί με το αρχ. ιρλδ. srōn «μύτη». Στη Νέα Ελληνική, παρ' ότι η λ. ῥίς έχει αντικατασταθεί από τη λ. μύτη*, εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται στην επιστημον. ορολογία πολλά σύνθετα και παράγωγἀ της.ΠΑΡ. ρινίο(ν)αρχ.ρινώνεοελλ.ρινικός, ρινισμός, ρινίτιδα.ΣΥΝΘ. (Ασυνθετικό) ρινεγχύτης, ρινηλάτης, ρινόκερος(-ως), ρινοκοπώ, ρινότμητος, ρινοτομώαρχ.ριναυλώ, ρινεγκαταπηξιγένειος, ρινήλατος, ρινόβολος, ρινοδόλος, ρινοκολούρος, ρινοκολούστης, ρινολαδίς, ρινόσιμος, ρινοσπάθιον, ρινουλκώ, ρινοφάλιος, ρινώλεθροςαρχ.-μσν.ρινοκτυπώμσν.ρινολώβητοςνεοελλ.ρινεγκέφαλος, ρινολαλία, ρινολαρυγγικός, ρινόλιθος, ρινολογία, ρινόμακτρο, ρινομετρία, ρινομετωπιαίος, ρινομήλη, ρινονέκρωση, ρινοπλαστία, ρινόπτερος, ρινόπωμα, ρινορραγία, ρινορραφία, ρινόρροια, ρινοσκλήρωμα, ρινοσκόπηση, ρινοσκόπιο, ρινοτριχία, ρινοϋπερώιος, ρινοφάρυγγας, ρινοφαρυγγίτιδα, ρινοφόρος, ρινόφυμα, ρινοφωνία, ρινόφωνος, ρινοψία. (Β' συνθετικό) επίρρινος(-ρρις), οξύρρινος(-ρρις), πλατύρρινος(-ρρις), υπόρρινοςαρχ.άρρις, κελαινόρρινος, λιθόρρινος, λιπόρρινος, μελάρρινος, πολύρρινος, τανύρρινος, τετράρρινοςνεοελλ.ένρινος / έρρινος, λεπτόρρινος, μεγαλόρρινος, στρεβλόρρινος].
Dictionary of Greek. 2013.